-
1 εφαρμογή
ἐφαρμόζωfit on: aor subj pass 3rd sg (attic)ἐφαρμογήadjustment: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐφαρμογῇ
ἐφαρμόζωfit on: aor subj pass 3rd sg (attic)ἐφαρμογήadjustment: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 εφαρμογή
-
4 ἐφαρμογή
-
5 εφαρμογη
-
6 εφαρμογή
η1) прилаживание, приспособление; пригонка, подгонка;τα υποδήματα μου εχουν τελεΤα εφαρμογή — ботинки мне впору;
2) применение, употребление; внедрение; осуществление, реализация;ευρεία εφαρμογή — широкое применение;
εφαρμογή της τεχνικής — внедрение техники;
εφαρμογή του προγράμματος — выполнение программы;
θέτω σε εφαρμογή — а) начинать применять, пользоваться; — б) приводить в действие;
η ιδέα σου προσκόπτει εις την εφαρμογήν — твоя идея неосуществима;
3) тех сборка, монтаж;4) аппликация; 5) воен.:σχολή εφαρμογής — школа усовершенствования младших офицеров;
§ σημείο εφαρμογ||ς — мех. точка приложения сил
-
7 εφαρμογή
[эфармоги] ουσ. Θ. применение, прилаживание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εφαρμογή
-
8 εφαρμογή
[эфармоги] ουσ θ применение, прилаживание. -
9 ἐφαρμογή
ἐφαρμ-ογή, ἡ,A adjustment,πρός τι Plu.2.780b
: Geom., of figures, coincidence, Cleom.2.5, Simp.in Cael.184.21; adjustment of claims, Hero Metr.3 Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφαρμογή
-
10 ἐφαρμογή
ἐφ-αρμογή, ἡ, das Anpassen, Darauffügen -
11 εφαρμογή
прилагодувањеприменаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εφαρμογή
-
12 εφαρμογή
uygulama, uygulanış, tatbik -
13 εφαρμογή
application -
14 εφαρμογή
1) pilność (f) rzecz.2) użycie (n) rzecz.3) zastosowanie (n) rzecz. -
15 εφαρμογή
1) píle2) použití3) pozornost4) přiložení5) provádění6) upotřebení7) užití -
16 εφαρμογή
1) application2) enforcement3) implementationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εφαρμογή
-
17 θέτω σε εφαρμογή
posar en marxa -
18 tatbik
εφαρμογή, προσαρμογή, σύγκριση -
19 uygulama
εφαρμογή, εκτέλεση, πράξη -
20 uygulanma
εφαρμογή
См. также в других словарях:
ἐφαρμογή — adjustment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαρμογή — η (Α ἐφαρμογή) [εφαρμόζω] προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη,… … Dictionary of Greek
εφαρμογή — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εφαρμόζω. 2. προσαρμογή, ακριβής τοποθέτηση πράγματος: Το φόρεμά σου έχει τέλεια εφαρμογή. 3. εκτέλεση, πραγματοποίηση σχεδίου ή θεωρίας: Το σχέδιό σου θα προσκρούσει στην εφαρμογή. 4. έναρξη ισχύος: Εφαρμογή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφαρμογῇ — ἐφαρμόζω fit on aor subj pass 3rd sg (attic) ἐφαρμογή adjustment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά … Dictionary of Greek
ἐφαρμογαί — ἐφαρμογή adjustment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμογῆς — ἐφαρμογή adjustment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμογήν — ἐφαρμογή adjustment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμογῶν — ἐφαρμογή adjustment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek